γυναικούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. γυναίκα]. 1. (χαϊδευτικά) η σύζυγος: «αυτή είναι η γυναικούλα του τάδε || εγώ θα πάρω τη γυναικούλα μου και θα πάω στο σπίτι». 2. (χαϊδευτικά) γυναίκα απλοϊκή, που ασχολείται μόνο με την οικογένεια και το νοικοκυριό της: «είναι παντρεμένος με μια συμπαθητική γυναικούλα και πολύ καλή νοικοκυρά». 3. (υποτιμητικά) γυναίκα ασήμαντη, χωρίς προσωπικότητα, ανάξια λόγου και με έφεση στο κουτσομπολιό: «μαζεύτηκαν όλες οι γυναικούλες της γειτονιάς κι έπιασαν με τις ώρες το κουτσομπολιό». (Λαϊκό τραγούδι: μα η γυναίκα, σαν την Εύα, την απιστία έχει στη φλέβα και η δική μου ξανθιά μικρούλα ήταν κι εκείνη μια γυναικούλα
- κάνει σαν γυναικούλα, α. λέγεται ειρωνικά για άντρα που συμπεριφέρεται σαν μια ασήμαντη γυναίκα: «μόλις του πουν κάποιο μυστικό, κάνει σαν γυναικούλα και σε λίγο το μαθαίνουν όλοι». Από το ότι η γυναίκα θεωρείται κουτσομπόλα. β. λέγεται υποτιμητικά για άντρα που συμπεριφέρεται με δειλία: «μόλις τον αγριέψει κάποιος, συμπεριφέρεται σαν γυναικούλα».